κοιλόσταθμος

κοιλόσταθμος
κοιλόσταθμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει φατνωτή, θολωτή στέγη, ο θολωτός
2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ κοιλόσταθμος και τὸ κοιλόσταθμον
θολωτή στέγη, φατνωτή οροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + στάθμη «κανόνας τού ξυλουργού»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοιλόσταθμος — with coffered ceilings masc/fem nom sg κοιλόσταθμος with coffered ceilings masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλοστάθμους — κοιλόσταθμος with coffered ceilings masc/fem acc pl κοιλόσταθμος with coffered ceilings masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλοστάθμοις — κοιλόσταθμον with coffered ceilings neut dat pl κοιλόσταθμος with coffered ceilings masc/fem/neut dat pl κοιλόσταθμος with coffered ceilings masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • κοιλοσταθμώ — κοιλοσταθμῶ, έω (Α) [κοιλόσταθμος] κατασκευάζω θολωτή, φατνωτή στέγη ή φατνωτές παραστάδες («και ἐκοιλοστάθμησεν τὸν οἶκον κέδροις», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • ԳՄԲԵԹԵԱՅ — ( ) NBH 1 0563 Chronological Sequence: Early classical ա. κοιλοστάθμος concavus Գմբեթաւոր. գմբեթայարկ. գուպպէլի. *Բնակել ʼի տունս գմբեթեայս. Անգ. ՟Ա. 4 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”