- κοιλόσταθμος
- κοιλόσταθμος, -ον (Α)1. αυτός που έχει φατνωτή, θολωτή στέγη, ο θολωτός2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ κοιλόσταθμος και τὸ κοιλόσταθμονθολωτή στέγη, φατνωτή οροφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + στάθμη «κανόνας τού ξυλουργού»].
Dictionary of Greek. 2013.